- ἐπιχείρησιν
- ἐπιχείρησιςan attempt uponfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
συνταχύνω — Α 1. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι («τὴν επιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε», Ηρόδ.) 2. (για νόσο) έχω τον ίδιο ρυθμό εξέλιξης 3. (αμτβ.) πορεύομαι με ταχύτητα, σπεύδω 4. φρ. «ὁ βίος συνταχύνει» ο βίος σπεύδει προς το τέλος του, η ζωή τελειώνει γρήγορα… … Dictionary of Greek